-
1 συμ-πένομαι
συμ-πένομαι, mit od. zugleich arm sein, τινός, an Etwas, ξυμπένομαι τοῖς πολίταις τούτου τοῠ πράγματος, Plat. Men. 71 b.
1 συμ-πένομαι
συμ-πένομαι, mit od. zugleich arm sein, τινός, an Etwas, ξυμπένομαι τοῖς πολίταις τούτου τοῠ πράγματος, Plat. Men. 71 b.